- ζαχαροποίηση
- ηχημ. βλ. σακχαροποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαχαροποίηση — η μετατροπή κάποιου υλικού σε ζάχαρη: Ζαχαροποίηση του αμύλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σακχαροποίηση — και ζαχαροποίηση, η, Ν ο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και … Dictionary of Greek